φλάντζα

φλάντζα
η
1) фланец; 2) прокладка (слой)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φλάντζα" в других словарях:

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • φλάντζα — η (λ. ιταλ.), λεπτό φύλλο από μέταλλο, δέρμα, ελαστικό ή άλλη ύλη, το οποίο μπαίνει μεταξύ τμημάτων μηχανής που εφάπτονται, για εξασφάλιση στεγανότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»